ὁμότιμοι

ὁμότιμοι
ὁμότῑμοι , ὁμότιμος
equally valued
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ομότιμοι — (peers αγγλικά, pαirs γαλλικά). Η ονομασία προέρχεται από τη Μάγκνα Κάρτα (1215), όπου ο όρος πρωτοχρησιμοποιήθηκε –με την αρχική σημασία του ίσοι, λατ. pares– για να τονίσει ότι οι Άγγλοι ευγενείς έπρεπε να δικάζονται από τους ίσους τους. Το… …   Dictionary of Greek

  • διάδοχος — (5ος αι. μ.Χ.). Επίσκοπος Φωτικής (451 458), παλαιάς πόλης της Ηπείρου, κοντά στη σημερινή Παραμυθιά. Ασχολήθηκε και με τη συγγραφή βιβλίων. Το έργο του Κεφάλαια γνωστικά εκατόν επέδρασε πολύ στους μεταγενέστερους. Άλλα έργα του είναι: Όρασις και …   Dictionary of Greek

  • ομότιμος — η, ο (ΑΜ ὁμότιμος, ον) αυτός στον οποίο αποδίδονται οι ίδιες τιμές, αυτός που τιμάται εξίσου, ισότιμος («μακάρων ὁμότιμος... ἔσται Διόνυσος», Νόνν.) νεοελλ. φρ. «ομότιμος καθηγητής πανεπιστημίου» τίτλος που απονέμεται σε καθηγητή πανεπιστημίου ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”